Πέμπτη 18 Ιουνίου 2015

Αλλοτινές Εποχές: Το ντουκιάνι

Αλλοτινές Εποχές: Το ντουκιάνιΗ τουρκογενής λέξη “ντουκιάνι”, που αντικαταστάθηκε με την ημιλόγια ελληνική «καφενείο», αναφερόταν στο χώρο, όπου πολλοί Ελληνες περνούσαν-και περνούν ακόμη-τις ελεύθερες ώρες τους. Το ντουκιάνι ήταν αίθουσα πολλαπλής χρήσεως, καθαρά τουρκικής προέλευσης. Του λόγου το αληθές επιβεβαιώνουν τα τουρκογενή ονόματα των σκευών με τα οποία εξοπλιζόταν κάθε παλιό καφενεδάκι: μπρίκι, φλιντζάνι, τζισβές, γεντέκι κ.α. Το ντουκιάνι των παλαιότερων εποχών ήταν πολύ λιτός χώρος. Με χωμάτινο το δάπεδο και το δώμα. Τα έπιπλα απλά και λιγοστά: λίγες καρέκλες με βούρλινη πλέξη, ελάχιστα στρογγυλά τρίποδα τραπεζάκια και το τεζιάκι. Απαραίτητη κατασκευή στο χώρο του τεζιακιού ήταν το τζάκι με παραστιά πάνω στην οποία υπήρχε, γεμάτο πάντα με ζεστό νερό, ένα σκεπαστό σκεύος με βρυσάκι που λεγόταν γεντέκι ή γιογούμι. Ο ντουκιαντζής (καφετζής) φρόντιζε να είναι «ζωντανή» ολημερίς η χόβολη, μέσα στην οποία έχωνε το μπρίκι για να ψήσει αργά μα σταθερά τον καφέ ή γκαβέ του πελάτη. Η χόβολη (πυρακτωμένη στάχτη) γινόταν με το άναμμα ξυλοκάρβουνων ή ελαιοπυρήνας και συντηρούταν σκεπασμένη με φύλλα αλουμινίου. Ο ταμπής (παρασκευαστής του καφέ) γιόμιζε με ζεστό νερό το μπρίκι, ανοίγοντας το μπρίκι στη χόβολη για ψήσιμο. Στο τεζιάκι υπήρχαν επίσης τα μπουκάλια του κρασιού και της ρακής, οι κούτες με τα λουκούμια, τα κουτιά με τη βανίλια και μια κούτα με χύμα τσιγάρα. Οι θεριακλήδες ζητούσαν από τον καφετζή πολλές φορές λίγα τσιγάρα-χύμα και του έλεγαν χαμηλόφωνα να τα γράψει στο τεφτέρι του. Τα φλιτζάνια ξέπλεναν σε μια λεκάνη γεμάτη με νερό, την οποία άδειαζε το βράδυ ο καφετζής στο σοκάκι. Τα αναψυκτικά διατηρούνταν κρύα μέσα σε κουβάδες που κρεμούσαν στο πηγάδι. Καφέδες στη Χόβολη Σε μια γωνιά του ντουκιανιού ο καφετζής-τσαγκάρης είχε το τραπεζάκι με τα εργαλεία, τα καλαπόδια και τα δέρματα και έφτιαχνε, όταν είχε την ευχέρεια, τα στιβάνια των πελατών του. Σε άλλη γωνία έκανε το κουρείο κάποιος άλλος και κούρευε ή ξύριζε τους θαμώνες του καφενέ. Το ξύρισμα γινόταν με πρωτόγονες λεπίδες και αφρό σαπουνιού, που παρασκευαζόταν μέσα σ’ ένα μεγάλο μεταλλικό πιάτο (λεγγένι). Το λεγγένι είχε μια εγκοπή μέσα στην οποία έμπαινε ο λαιμός του ανθρώπου, για να παρασκευαστεί και χρησιμοποιηθεί ο αφρός. Σε άλλη γωνιά υπήρχε ο ναργιλές πάντα έτοιμος για χρήση. Εξω από το ντουκιάνι βρισκόταν ένα τεράστιο πέτρινο χαβάνι, μέσα στο οποίο τρίβονταν οι σπόροι του καφέ και κονιορτοποιούνταν. Ο φωτισμός του καφενείου γινόταν πρώτα με το λιόλυχνο, τον πετρόλυχνο και τη λάμπα. Αργότερα χρησιμοποιήθηκε πολύ το λουξ. Η εικόνα του καφετζή που τρόμπαρε κάθε τόσο το λουξ ήταν πολύ συνηθισμένη. Οι καφετζήδες έβαζαν στο λουξ τόσο πετρέλαιο όσο χρειαζόταν για να είναι αναμμένο μέχρι κάποιας ώρας, μετά την οποία οι πελάτες έπρεπε να αποχωρήσουν. Και το έκαναν αυτό, γιατί κάποιοι είχαν τη συνήθεια να κοιμούνται στις καρέκλες μη έχοντας διάθεση να κοιμηθούν στα κρεβάτια τους. Αν οι χαρτοπαίκτες επιθυμούσαν να συνεχίσουν το παιχνίδι τους, έπρεπε να καταβάλουν το βιδάνιο στον καφετζή. Αλλιώς δεν έβαζε άλλο πετρέλαιο στο λουξ ή έδινε μια φυσά και έσβηνε το λύχνο. Ο Φεραόλης πριν δώσει τη φυσά στο λύχνο προειδοποιούσε «φως αλλιώς φου».



Πηγή: http://blog.mantinades.gr